Ο τούρκικος καφές (τουρκική: Türk kahvesi) (γνωστός στην Ελλάδα και ως “ελληνικός καφές”) είναι είδος καφέ που παρασκευάζεται με ψήσιμο, σε μπρίκι, αλεσμένων σε λεπτή σκόνη καβουρντισμένων κόκκων καφέ και ο οποίος πίνεται περισσότερο από κάθε άλλο είδος καφέ σε πολλές περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων και της Βόρειας Αφρικής.
Παρασκευή
Βασικό εργαλείο της παρασκευής του τούρκικου καφέ είναι το λεγόμενο μπρίκι, μέσα στο οποίο πρέπει να βράσει (σχεδόν) το μίγμα του νερού με τον καφέ και τη ζάχαρη που ανακατεύουμε στην αρχή με το αναδευτήρι ή το κουταλάκι.
Επίσης χαρακτηριστικό είναι και το καϊμάκι, ένας πηχτός αφρός που δημιουργείται κατά το βρασμό του καφέ. Η παρασκευή του ελληνικού καφέ θεωρείται επιτυχημένη, όταν το καϊμάκι διατηρείται κατά το σερβίρισμά του. Σερβίρεται σε φλιτζάνι μικρό ή χοντρό (του καφέ), αργά, κατά τις ακόλουθες ονομασίες παρασκευής:
Σκέτος (60 ml νερό + 1 κουταλάκι καφέ)
Με ολίγη (60 ml νερό + 1 κουταλ. καφέ + ολίγη ζάχαρη στην μύτη του κουταλιού)
Μέτριος (60 ml νερό + 1 κουταλ. καφέ + 1/2 κουταλ. ζάχαρη)
Γλυκός (60 ml νερό + 1 κουτ. καφέ και 1 κουτ. ζάχαρη).
Σε μισό (30 ml νερό + 1 κουτ. καφέ και ανάλογη ζάχαρη για σκέτο, με ολίγη, μέτριο, γλυκό. Σερβίρεται σε μισό φλιτζάνι νερό και είναι πηχτός. Συνήθως σερβίρεται “βαρύς” [6].)
Ελαφρύς (60 ml νερό + 1/2 κουτ. καφέ + ανάλογη ζάχαρη για σκέτο, με ολίγη, μέτριο, γλυκό.)
Στο διπλό καφέ οι δοσολογίες απλά διπλασιάζονται.
Άλλες ονομασίες όπως «βαρύ γλυκός», ή «πολλά βαρύς» ή «βαρύ γλυκός και όχι», αφορούν το καϊμάκι όταν σερβίρεται στο φλιτζάνι με το μπρίκι χαμηλά, όπου “βαρύς” σημαίνει καϊμάκι λείο χωρίς φυσαλίδες. Όταν τοποθετούμε το μπρίκι στη χόβολη το σκεπάζουμε μέχρι τη μέση τραβώντας με το κουταλάκι τη χόβολη γύρω του. Όταν ο καφές αρχίζει και φουσκώνει είναι έτοιμος για σερβίρισμα (με το περίπου). Συγκεκριμένα, αυτός ο τρόπος εφαρμόζεται στους ανωτέρω καφέδες, ενώ οι λεγόμενοι βραστοί όπως πχ ο «γλυκύς βραστός» σημαίνει ότι το μπρίκι στο τέλος προτού αδειάσει όλο τον καφέ στο φλιτζάνι σηκώνεται ψηλά, ώστε να δημιουργηθούν φυσαλίδες στο καϊμάκι. Έτσι το καϊμάκι δεν είναι πηχτό και βαρύ. Παλαιότερα στα παραδοσιακά καφενεία ο ταμπής δηλαδή ο παρασκευαστής καφέδων, ήξερε να παρασκευάζει 48 διαφορετικά είδη καφέ, συνδυάζοντας την ποσότητα νερού, καφέ, ζάχαρης και τρόπου σερβιρίσματος.
Υπήρχαν επίσης δύο είδη φλιτζανιού. Το κανονικό και το χοντρό που είχε διπλάσια σε πάχος τοιχώματα και διατηρούσε περισσότερο χρόνο τον καφέ ζεστό.
Για να παρασκευαστεί σωστά ο τούρκικος καφές χρειάζεται υπομονή, ώστε να χυλώσει. Παλιότερα ψηνόταν σε σιγανή φωτιά στην χόβολη, σχεδόν επί δέκα με είκοσι λεπτά της ώρας. Ο ταμπής ανακάτευε σιγά σιγά τον καφέ άλλοτε γυρίζοντας το ειδικό αναδευτήρι, άλλοτε χτυπώντας το ελαφρά στον πάτο του μπρικιού. Έτσι μόνο χύλωνε ο καφές.
Προέλευση
Η παρασκευή του καφέ με αυτόν τον τρόπο, χωρίς φιλτράρισμα, προέρχεται σχεδόν σίγουρα από τον αραβικό κόσμο. Στην Ελλάδα διαδόθηκε κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής περιόδου[6] . Σύμφωνα με την παράδοση οι πρώτοι που παρασκεύασαν τέτοιου είδους καφέ ήταν οι Βεδουίνοι της Μέσης Ανατολής οι οποίοι έβαζαν την χύτρα του καφέ πάνω στην άμμο που κάλυπτε την στάχτη και τα κάρβουνα για να τα κρατήσει ζωντανά. Γι’ αυτό υπάρχει και η παράδοση να ψήνεται ο καφές πάνω σε άμμο (στη χόβολη) στα παραδοσιακά καφενεία. Η διάδοσή του στα Βαλκάνια πρέπει να είναι -σχεδόν σίγουρα- απόρροια της εμπορικής ακμής του λιμανιού της Υεμένης απ’όπου πρέπει να έφθασε και στον Ελλαδικό χώρο.
Βιβλιογραφία
Ηλίας Πετρόπουλος, Ο τουρκικός καφές εν Ελλάδι, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1990